- λακτίσματα
- λάκτισμαa kickneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λακτίσμαθ' — λακτίσματα , λάκτισμα a kick neut nom/voc/acc pl λακτίσματι , λάκτισμα a kick neut dat sg λακτίσματε , λάκτισμα a kick neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαξ — δὰξ επίρρ. (Α) οδάξ*, με τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν, απαρμφ. αορ. τού δάκνω για τον σχηματισμό πρβλ. και αρχ. επιρρήματα πυξ «με τις πυγμές», λαξ «με λακτίσματα, κλοτσιές» κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
καράτε — I (karate). Είδος ιαπωνικής πάλης που έχει τις καταβολές του στους λαϊκούς τρόπους αυτοάμυνας χωρίς όπλα, οι οποίοι ήταν γνωστοί στην Ασία από την αρχαιότητα. To κ., που σημαίνει στην ιαπωνική γλώσσα με γυμνά χέρια, αποτελεί ένα σύστημα… … Dictionary of Greek
κλοτσοπατινάδα — η [κλοτσοπατώ] 1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες κλοτσούν μία μπάλα ή οποιοδήποτε αντικείμενο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί όπως αυτή 2. συνεχή και δυνατά λακτίσματα και ποδοπατήματα … Dictionary of Greek
λακτίζω — (AM λακτίζω) 1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.) 2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον μσν. (για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα αρχ … Dictionary of Greek
αλάκτιστος — η, ο 1. ακλότσητος: Η μπάλα στεκόταν αλάκτιστη. 2. αυτός που δε διώχτηκε με λακτίσματα, με κλοτσιές: Νόμιζε πως εκείνον ως ηλικιωμένο θα τον σέβονταν, αλλά κι αυτόν δεν τον άφησαν αλάκτιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)